- αγαθοεργώ
- ἀγαθοεργῶ και -ουργῶ (-έω) (Α) [ἀγαθοεργός]κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαθοεργῷ — ἀγαθοεργός doing good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοέργημα — ἀγαθοέργημα και ἀγαθούργημα, το (Μ) [ἀγαθοεργῶ] καλή πράξη, αγαθοεργία, ευποιία … Dictionary of Greek
αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ … Dictionary of Greek